- σφάγνος
- σφάγνοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάγνος — ο, ΝΑ, και σφάγνο, το, Ν νεοελλ. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που αποτελεί το μοναδικό μέλος τής τάξης σφαγνώδη και περιλαμβάνει 300 είδη μικρών ωχροπράσινων έως βαθυκόκκινων φυτών με ύψος έως 30 εκατοστόμετρα αρχ. 1. το φυτό… … Dictionary of Greek
σφάγνον — σφάγνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάγνου — σφάγνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRYON — Graece Βρύον, item σφαγνὸς, et σφἀγιον, Latine muscus seu lanuginis muscosae flos, in avellanis vocatur ἴουλον in piceis κύτταρον, in laura βοτρύδιον, in quercu proprie βρύον, in genere βρύον vel κάχρυς, ut videre est, apud Salmas. ad Solin. p.… … Hofmann J. Lexicon universale
σφάγνο — Το μοναδικό γένος της οικογένειας των Σφαγνιδών (βρυόφυτα), του οποίου πολυάριθμα είδη και περί τις 500 ποικιλίες φυτρώνουν συνήθως εκεί όπου επικρατούν συνθήκες κορεσμού του ατμοσφαιρικού αέρα με υγρασία (υγροί τόποι, νερά, που λιμνάζουν, εδάφη… … Dictionary of Greek